ΑΕ
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
ΑΕ άκλιτο αρκτικόλεξο
- Αυτού Εξοχότης θηλυκό
- Ανώνυμη Εταιρεία (ανώνυμη εταιρεία) θηλυκό
- Αθλητική Ένωση θηλυκό
- Αθλητική Εταιρεία θηλυκό
- Αξιωματικός Εφόδου αρσενικό
- Αξιωματικός Επιφυλακής θηλυκό
- Ἀρχαιολογική Ἐφημερίς θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.