Ταῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ταῦρος | οἱ | Ταῦροι |
| γενική | τοῦ | Ταύρου | τῶν | Ταύρων |
| δοτική | τῷ | Ταύρῳ | τοῖς | Ταύροις |
| αιτιατική | τὸν | Ταῦρον | τοὺς | Ταύρους |
| κλητική ὦ! | Ταῦρε | Ταῦροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ταύρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ταύροιν | ||
| Το τοπωνύμιο και ο αστερισμός, στον ενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ταῦρος < ταῦρος
Κύριο όνομα
Ταῦρος, -ου αρσενικό
Πηγές
- Ταῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ταῦρος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.