Τατιάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τατιάνα | οι | Τατιάνες |
| γενική | της | Τατιάνας | — | |
| αιτιατική | την | Τατιάνα | τις | Τατιάνες |
| κλητική | Τατιάνα | Τατιάνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.