Συκιωτάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Συκιωτάκης | οι | Συκιωτάκηδες |
| γενική | του | Συκιωτάκη | των | Συκιωτάκηδων |
| αιτιατική | τον | Συκιωτάκη | τους | Συκιωτάκηδες |
| κλητική | Συκιωτάκη | Συκιωτάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Συκιωτάκης < πατριδωνυμικό Συκιώτ(ης) + -άκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.coˈta.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Συ‐κιω‐τά‐κης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Сикиотакис
- λατινικοί χαρακτήρες: Sikiotakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.