Πολιτόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πολιτόπουλος | οι | Πολιτόπουλοι & Πολιτοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Πολιτόπουλου & Πολιτοπούλου |
των | Πολιτόπουλων2 & Πολιτοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Πολιτόπουλο | τους | Πολιτόπουλους3 & Πολιτοπουλαίους |
| κλητική | Πολιτόπουλε | Πολιτόπουλοι & Πολιτοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Πολιτοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Πολιτοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σημειώσεις
- επώνυμο αντίστοιχο του Σταμπουλόπουλος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Politopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.