Σπυρόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπυρόπουλος οι Σπυρόπουλοι
& Σπυροπουλαίοι1
      γενική του Σπυρόπουλου
& Σπυροπούλου
των Σπυρόπουλων2
& Σπυροπουλαίων
    αιτιατική τον Σπυρόπουλο τους Σπυρόπουλους3
& Σπυροπουλαίους
     κλητική Σπυρόπουλε Σπυρόπουλοι
& Σπυροπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Σπυροπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Σπυροπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σπυρόπουλος < Σπύρ(ος) + -όπουλος

Προφορά

ΔΦΑ : /spiˈɾo.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπυρόπουλος

Κύριο όνομα

Σπυρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Σπυροπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.