Σπετσιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπετσιέρης | οι | Σπετσιέρηδες |
| γενική | του | Σπετσιέρη | των | Σπετσιέρηδων |
| αιτιατική | τον | Σπετσιέρη | τους | Σπετσιέρηδες |
| κλητική | Σπετσιέρη | Σπετσιέρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σπετσιέρης < επάγγελμα σπετσιέρης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /speˈt͡sçe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπε‐τσιέ‐ρης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Спетсиерис
- λατινικοί χαρακτήρες: Spetsieris
Αναφορές
- Σπετσιέρης σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.