Σπανάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπανάκος οι Σπανάκοι
      γενική του Σπανάκου των Σπανάκων
    αιτιατική τον Σπανάκο τους Σπανάκους
     κλητική Σπανάκο Σπανάκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σπανάκος < Σπαν(ός) + -άκος

Κύριο όνομα

Σπανάκος αρσενικό (θηλυκό Σπανάκου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.