Ρωμυλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρωμυλία οι Ρωμυλίες
      γενική της Ρωμυλίας των Ρωμυλιών
    αιτιατική τη Ρωμυλία τις Ρωμυλίες
     κλητική Ρωμυλία Ρωμυλίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ρωμυλία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ρωμυλία θηλυκό

  1. (λόγιο) λόγια ονομασία της Ρούμελης
  2. (ιστορική περιοχή) η χώρα των Ρωμιών, οι ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα νότια Βαλκάνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.