Ρωμυλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ρωμυλία | οι | Ρωμυλίες |
| γενική | της | Ρωμυλίας | των | Ρωμυλιών |
| αιτιατική | τη | Ρωμυλία | τις | Ρωμυλίες |
| κλητική | Ρωμυλία | Ρωμυλίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ρωμυλία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ρωμυλία θηλυκό
- (λόγιο) λόγια ονομασία της Ρούμελης
- (ιστορική περιοχή) η χώρα των Ρωμιών, οι ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα νότια Βαλκάνια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.