τσιγγάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιγγάνικος η τσιγγάνικη το τσιγγάνικο
      γενική του τσιγγάνικου της τσιγγάνικης του τσιγγάνικου
    αιτιατική τον τσιγγάνικο την τσιγγάνικη το τσιγγάνικο
     κλητική τσιγγάνικε τσιγγάνικη τσιγγάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιγγάνικοι οι τσιγγάνικες τα τσιγγάνικα
      γενική των τσιγγάνικων των τσιγγάνικων των τσιγγάνικων
    αιτιατική τους τσιγγάνικους τις τσιγγάνικες τα τσιγγάνικα
     κλητική τσιγγάνικοι τσιγγάνικες τσιγγάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσιγγάνικος <τσιγγάνος

Επίθετο

τσιγγάνικος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.