Ραμνούντας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ραμνούντας | ||
| γενική | του | Ραμνούντα | ||
| αιτιατική | τον | Ραμνούντα | ||
| κλητική | Ραμνούντα | |||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ραμνούντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ῥαμνοῦς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾaˈmnun.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρα‐μνού‐ντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.