Ῥαμνοῦς

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Ῥαμνοῦς < ῥάμνος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ο αρχαιολογικός χώρος του-της Ραμνούντα

Ῥαμνοῦς θηλυκό (ασυναίρετο: Ῥαμνόεις, γενική Ῥαμνοῦντος)

Συγγενικά

  • Ῥαμνούσιος, Ῥαμνουσία, Ῥαμνουσίς, Ῥαμνουσιάς (οι δημότες)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.