Πρωτόπαπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πρωτόπαπας οι Πρωτοπαπαίοι
      γενική του Πρωτόπαπα των Πρωτοπαπαίων
    αιτιατική τον Πρωτόπαπα τους Πρωτοπαπαίους
     κλητική Πρωτόπαπα Πρωτοπαπαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πρωτόπαπας < πρωτόπαπας[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈto.pa.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρωτόπαπας

Κύριο όνομα

Πρωτόπαπας αρσενικό (θηλυκό Πρωτόπαπα)

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.