Πρωτόπαπα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πρωτόπαπα < γενική ενικού του αρσενικού Πρωτόπαπας
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.pa.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρω‐τό‐πα‐πα
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Протопапа
- λατινικοί χαρακτήρες: Protopapa
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Πρωτόπαπα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Πρωτόπαπας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.