Πογιατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πογιατζής | οι | Πογιατζήδες |
| γενική | του | Πογιατζή | των | Πογιατζήδων |
| αιτιατική | τον | Πογιατζή | τους | Πογιατζήδες |
| κλητική | Πογιατζή | Πογιατζήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πογιατζής < επάγγελμα μπογιατζής, προέλευσης από την τουρκική · → πρβ. στην καραμανλήδικη διάλεκτο της τουρκικής πογιατζή.
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Pogiatzis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.