Πεταλωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πεταλωτής | οι | Πεταλωτήδες & Πεταλωταίοι |
| γενική | του | Πεταλωτή | των | Πεταλωτήδων & Πεταλωταίων |
| αιτιατική | τον | Πεταλωτή | τους | Πεταλωτήδες & Πεταλωταίους |
| κλητική | Πεταλωτή | Πεταλωτήδες & Πεταλωταίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σαρρής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πεταλωτής < επάγγελμα πεταλωτής
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ta.loˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐τα‐λω‐τής
-
Γιώργος Πεταλωτής στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1964), πολιτικός - Καλλιγάς
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Петалотис
- λατινικοί χαρακτήρες: Petalotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.