Καλλιγάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καλλιγάς οι Καλλιγάδες
      γενική του Καλλιγά των Καλλιγάδων
    αιτιατική τον Καλλιγά τους Καλλιγάδες
     κλητική Καλλιγά Καλλιγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλλιγάς < επάγγελμα καλιγάς, καλλιγάς (πεταλωτής),[1] αυτός που καλιγώνει.
Συγγενή επώνυμα: ιταλική γλώσσα Calligaris

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.liˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλλιγάς

Κύριο όνομα

Καλλιγάς αρσενικό (θηλυκό Καλλιγά)

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Καλλιγάς σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.