Περισσιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Περισσιώτισσα | οι | Περισσιώτισσες |
| γενική | της | Περισσιώτισσας | των | Περισσιωτισσών |
| αιτιατική | την | Περισσιώτισσα | τις | Περισσιώτισσες |
| κλητική | Περισσιώτισσα | Περισσιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Περισσιώτισσα < Περισσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ρισ‐σιώ‐τισ‐σα
Συγγενικά
- περισσιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Περισσός
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Περισσιώτης
Περισσιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.