Περισσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Περισσιώτης | οι | Περισσιώτες |
| γενική | του | Περισσιώτη | των | Περισσιωτών |
| αιτιατική | τον | Περισσιώτη | τους | Περισσιώτες |
| κλητική | Περισσιώτη | Περισσιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Περισσιώτης < Περισσ(ός) + -ιώτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ρισ‐σιώ‐της
Κύριο όνομα
Περισσιώτης αρσενικό (θηλυκό Περισσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του Περισσού
- ※ Παραδόξως, οι Περισσιώτες χωρίζουν τις γειτονιές με βάση τις εκκλησίες και την αρίθμηση των σχολείων, αλλά και με εκείνα τα καταστήματα, συνήθως φαγητού, που επιβιώνουν κόντρα στην εποχή (Σάκης Ιωαννίδης, Κρυμμένη ομορφιά εκ Περισσού, εφημερίδα Καθημερινή, 8 Μαρτίου 2020)
Συγγενικά
- περισσιώτης, περισσιώτισσα
- περισσιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Περισσός
Μεταφράσεις
Περισσιώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.