Παυλάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παυλάκος | οι | Παυλάκοι |
| γενική | του | Παυλάκου | των | Παυλάκων |
| αιτιατική | τον | Παυλάκο | τους | Παυλάκους |
| κλητική | Παυλάκο | Παυλάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Παυλάκος αρσενικό
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Павлакос
- λατινικοί χαρακτήρες: Pavlakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.