Παντελεήμων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παντελεήμων οι Παντελεήμονες
      γενική του Παντελεήμονος των Παντελεημόνων
    αιτιατική τον Παντελεήμονα τους Παντελεήμονες
     κλητική Παντελεήμων
& Παντελεήμον*
Παντελεήμονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και την κλίση του νεότερου Παντελεήμονας.
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παντελεήμων < (ελληνιστική κοινή) Παντελεήμων, προς πάντας (αιτιατική της αντωνυμίας πᾶς) + ἐλεήμων  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Παντελεήμων αρσενικό και Παντελεήμονας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.