Παναγιωτόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παναγιωτόπουλος | οι | Παναγιωτόπουλοι & Παναγιωτοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Παναγιωτόπουλου & Παναγιωτοπούλου |
των | Παναγιωτόπουλων2 & Παναγιωτοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Παναγιωτόπουλο | τους | Παναγιωτόπουλους3 & Παναγιωτοπουλαίους |
| κλητική | Παναγιωτόπουλε | Παναγιωτόπουλοι & Παναγιωτοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παναγιωτοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παναγιωτοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παναγιωτόπουλος < Παναγιώτ(ης) + -όπουλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.na.ʝoˈto.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐να‐γιω‐τό‐που‐λος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.