Παμβώτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Παμβώτιδα | οι | Παμβώτιδες |
| γενική | της | Παμβώτιδας | των | Παμβώτιδων |
| αιτιατική | την | Παμβώτιδα | τις | Παμβώτιδες |
| κλητική | Παμβώτιδα | Παμβώτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Παμβώτιδα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.