παμβῶτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| παμβωτιδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | παμβῶτις | αἱ | παμβώτιδες | |
| γενική | τῆς | παμβώτιδος | τῶν | παμβωτίδων | |
| δοτική | τῇ | παμβώτιδῐ | ταῖς | παμβώτισῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | παμβῶτιν | τὰς | παμβώτιδᾰς | |
| κλητική ὦ! | παμβῶτι | παμβώτιδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παμβώτιδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | παμβωτίδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παμβῶτις θηλυκό
- θηλυκό του παμβώτωρ, αυτή που τρέφει τους πάντες
- ※ ὀρεστέρα παμβῶτι Γᾶ, μᾶτερ αὐτοῦ Διός, / ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμεις (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 391-2, χορικό: δωρική διάλεκτος)
Συγγενικά
Πηγές
- παμβῶτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.