Πάργα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πάργα | ||
| γενική | της | Πάργας | ||
| αιτιατική | την | Πάργα | ||
| κλητική | Πάργα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πάργα < πρωτοσλαβική *parg-ŭ[1] < *porgъ
Κύριο όνομα
Πάργα θηλυκό
- παραθαλάσσια πόλη της Ηπείρου, με μεγάλη ιστορική και τουριστική σημασία για την περιοχή
-
Πάργα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πάργα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.