Ολλανδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ολλανδός οι Ολλανδοί
      γενική του Ολλανδού των Ολλανδών
    αιτιατική τον Ολλανδό τους Ολλανδούς
     κλητική Ολλανδέ Ολλανδοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ολλανδός < Ολλανδ(ία) + -ός

Κύριο όνομα

Ολλανδός αρσενικό (θηλυκό Ολλανδή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.