οκτώηχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οκτώηχος | οι | οκτώηχοι |
| γενική | της | οκτωήχου | των | οκτωήχων |
| αιτιατική | την | οκτώηχο | τις | οκτωήχους |
| κλητική | οκτώηχε | οκτώηχοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οκτώηχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀκτώηχος / ὀκτάηχος < ὀκτώ + ἦχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈkto.i.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κτώ‐η‐χος
-
οκτώηχος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οκτώηχος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.