Οικονομόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Οικονομόπουλος | οι | Οικονομόπουλοι & Οικονομοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Οικονομόπουλου & Οικονομοπούλου |
των | Οικονομόπουλων2 & Οικονομοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Οικονομόπουλο | τους | Οικονομόπουλους3 & Οικονομοπουλαίους |
| κλητική | Οικονομόπουλε | Οικονομόπουλοι & Οικονομοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Οικονομοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Οικονομοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Οικονομόπουλος < οικονόμ(ος) / Οικονόμ(ος) + -όπουλος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.noˈmo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Οι‐κο‐νο‐μό‐που‐λος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Икономопулос
- λατινικοί χαρακτήρες: Ikonomopoulos
Αναφορές
- Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.