Οικονόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Οικονόμος | οι | Οικονόμοι |
| γενική | του | Οικονόμου | των | Οικονόμων |
| αιτιατική | τον | Οικονόμο | τους | Οικονόμους |
| κλητική | Οικονόμε | Οικονόμοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.koˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Οι‐κο‐νό‐μος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Икономос
- λατινικοί χαρακτήρες: Oikonomos
Αναφορές
- Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.