Οίτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οίτη
      γενική της Οίτης
    αιτιατική την Οίτη
     κλητική Οίτη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οροπέδιο στην Οίτη

Ετυμολογία

Οίτη < αρχαία ελληνική Οἴτη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Οίτη

Κύριο όνομα

Οίτη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. βουνό της Ελλάδας μεταξύ Φθιώτιδας και Φωκίδας
  2. χωριό της Φθιώτιδας
     συνώνυμα: Γαρδικάκι (πρώην ονομασία)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.