Γαρδικάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Γαρδικάκι | τα | Γαρδικάκια |
| γενική | του | Γαρδικακίου | των | Γαρδικακίων |
| αιτιατική | το | Γαρδικάκι | τα | Γαρδικάκια |
| κλητική | Γαρδικάκι | Γαρδικάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaɾ.ðiˈka.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γαρ‐δι‐κά‐κι
Αναφορές
- ΦΕΚ 251 Α, 24 Ιουλίου 1930 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.