Οἴτη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Οἴτη
      γενική τῆς Οἴτης
      δοτική τῇ Οἴτ
    αιτιατική τὴν Οἴτην
     κλητική ! Οἴτη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οἴτη < *οἴτης (βοσκός) < οἶς (πρόβατο)[1]

Κύριο όνομα

Οἴτη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Οίτη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.