Νυρεμβέργη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Νυρεμβέργη
      γενική της Νυρεμβέργης
    αιτιατική τη Νυρεμβέργη
     κλητική Νυρεμβέργη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νυρεμβέργη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Νυρεμβέργη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.