Ντούρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ντούρος | οι | Ντούροι |
| γενική | του | Ντούρου | των | Ντούρων |
| αιτιατική | τον | Ντούρο | τους | Ντούρους |
| κλητική | Ντούρο | Ντούροι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ντούρος < ντούρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdu.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντού‐ρος
Συγγενικά
- Ντουριάνικα (τοπωνύμιο)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Ntouros
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.