Ντουριάνικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ντουριάνικα
      γενική των Ντουριάνικων
    αιτιατική τα Ντουριάνικα
     κλητική Ντουριάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ντουριάνικα < το παρωνύμιο ενός οικιστή Ντούρος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /duɾˈʝa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντουριάνικα

Κύριο όνομα

Ντουριάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.
  2. ΦΕΚ Α΄-195, 31 Ιουλίου 1953
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.