Νικολόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νικολόπουλος | οι | Νικολόπουλοι & Νικολοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Νικολόπουλου & Νικολοπούλου |
των | Νικολόπουλων2 & Νικολοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Νικολόπουλο | τους | Νικολόπουλους3 & Νικολοπουλαίους |
| κλητική | Νικολόπουλε | Νικολόπουλοι & Νικολοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Νικολοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Νικολοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.koˈlo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νι‐κο‐λό‐που‐λος
Παράγωγα
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.