Γερονικολόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γερονικολόπουλος | οι | Γερονικολόπουλοι & Γερονικολοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Γερονικολόπουλου & Γερονικολοπούλου |
των | Γερονικολόπουλων2 & Γερονικολοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Γερονικολόπουλο | τους | Γερονικολόπουλους3 & Γερονικολοπουλαίους |
| κλητική | Γερονικολόπουλε | Γερονικολόπουλοι & Γερονικολοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γερονικολοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γερονικολοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γερονικολόπουλος < γερο- + Νικολόπουλος (Νικόλ(αος) + όπουλος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Geronikolopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.