Μυρτιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μυρτιά οι Μυρτιές
      γενική της Μυρτιάς των Μυρτιών
    αιτιατική τη Μυρτιά τις Μυρτιές
     κλητική Μυρτιά Μυρτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μυρτιά < μυρτιά

Προφορά

ΔΦΑ : /miɾˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μυρτιά

Κύριο όνομα

Μυρτιά θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.