Μπαχτσεβάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μπαχτσεβάνης | οι | Μπαχτσεβάνηδες |
| γενική | του | Μπαχτσεβάνη | των | Μπαχτσεβάνηδων |
| αιτιατική | τον | Μπαχτσεβάνη | τους | Μπαχτσεβάνηδες |
| κλητική | Μπαχτσεβάνη | Μπαχτσεβάνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μπαχτσεβάνης < μπαχτσεβάνης
Προφορά
- ΔΦΑ : /bax.t͡seˈva.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπαχ‐τσε‐βά‐νης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Bachtsevanis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.