μπαχτσεβάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαχτσεβάνης | οι | μπαχτσεβάνηδες |
| γενική | του | μπαχτσεβάνη | των | μπαχτσεβάνηδων |
| αιτιατική | τον | μπαχτσεβάνη | τους | μπαχτσεβάνηδες |
| κλητική | μπαχτσεβάνη | μπαχτσεβάνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαχτσεβάνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική bahçıvan) + -ης[1] < περσική باغبان (bāġçabān). Συγκρίνετε με το μπαξεβάνης.
Προφορά
- ΔΦΑ : /bax.t͡seˈva.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαχ‐τσε‐βά‐νης
Συγγενικά
- Μπαχτσεβάνης (επώνυμο)
- μπαχτσές
Αναφορές
- μπαξεβάνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.