Ἄτροπος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός
Ονομαστική Ἄτροπος
Γενική Ἀτρόπου
Δοτική Ἀτρόπῳ
Αιτιατική Ἄτροπον
Κλητική Ἄτροπε

Ετυμολογία

Ἄτροπος < ἄτροπος < α (στερητικό) + τρέπω,

Κύριο όνομα

Ἄτροπος θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.