Μαραθιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μαραθιώτισσα | οι | Μαραθιώτισσες |
| γενική | της | Μαραθιώτισσας | των | Μαραθιωτισσών |
| αιτιατική | τη | Μαραθιώτισσα | τις | Μαραθιώτισσες |
| κλητική | Μαραθιώτισσα | Μαραθιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μαραθιώτισσα < Μαραθιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈθço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρα‐θιώ‐τισ‐σα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαραθιώτης
Μαραθιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.