Μαλτέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαλτέζα οι Μαλτέζες
      γενική της Μαλτέζας των (Μαλτεζών)
    αιτιατική τη Μαλτέζα τις Μαλτέζες
     κλητική Μαλτέζα Μαλτέζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαλτέζα < Μαλτέζος + (-έζα)

Κύριο όνομα

Μαλτέζα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) θηλυκό του Μαλτέζος
  2. (ειδικότερα, θρησκεία) προσωνύμιο εικόνας της Παναγίας που βρίσκεται στο Ημεροβίγλι της Σαντορίνης, που σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε ανοιχτά της Μάλτας από έναν Μεροβιγλιανό ναυτικό· (κατ’ επέκταση) κοινή ονομασία του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου όπου φυλάσσεται η φερώνυμη εικόνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαλτέζος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.