Μήτρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μήτρος οι Μήτροι
      γενική του Μήτρου των Μήτρων
    αιτιατική τον Μήτρο τους Μήτρους
     κλητική Μήτρο Μήτροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μήτρος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μήτρος

Κύριο όνομα

Μήτρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μήτρου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.