Μήκανη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μήκανη
      γενική της Μήκανης
    αιτιατική τη Μήκανη
     κλητική Μήκανη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μήκανη < μεσαιωνική ελληνική Μήκανη[1] < σλαβικής προέλευσης мекан[2] / mekan < πρωτοσλαβική *mę̏kъkъ[3] < πρωτοβαλτοσλαβική *minʔk[3] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mnHk-[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ka.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μήκανη

Κύριο όνομα

Μήκανη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Τὸ σπήλαιον τὸ ἐπονομαζόμενον τοῦ Κυρίλλου τοῦ ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Μηκάνης.» Δημήτριος Σοφιανός, «Δύο προστάγματα ευεργετικά του Ιωάννη Ούρεση Παλαιολόγου…», Τρικαλινά, 27 (2007) 21, Александар Соловјев, Владимир Мошин, Грчке повеље српских владара, Βελιγράδι ²1974, τ. II, σελ. 210, Νίκος Βέης, «Σερβικά και Βυζαντιακά γράμματα Μετεώρου», Βυζαντίς, 2 (1910/11) 10)
  2. «Το υδρωνύμιο Μήκανης έλαβε την ονομασία του από την σλαβική λέξη ме̏кан / mȅkan, που σημαίνει «απαλός, μαλακός, λεπτός, τρυφερός», με την έννοια πως το ποτάμι έχει μια ήρεμη σχετικά ροή τούς περισσότερους μήνες του χρόνου, αν και κατά τους χειμερινούς και κυρίως τους ανοιξιάτικους μήνες η γέφυρα του Ψείρα και άλλες είναι απαραίτητες για την ασφαλή διάβασή του.» (Σπυρίδων Βλιώρας, «Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση», www.academia.edu/24217447, Καλαμπάκα ³2022, σελ. 5)
  3. Rick Derksen, Etymological Dictionary of the Slavic Inherited Lexicon, Leiden–Boston 2008, 314–315, λήμμα *mę̏kъkъ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.