Λωζάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λωζάνη
      γενική της Λωζάνης
    αιτιατική τη Λωζάνη
     κλητική Λωζάνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λωζάνη < γαλλική Lausanne < λατινική Lausanna / Lausonium < *lausa < γαλατική *lausā[1] < πρωτοκελτική *lausā (πέτρα, λίθος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *léh₁u-s / *l̥h₁w-és < *leh₁- (πέτρα, λίθος)

Κύριο όνομα

Λωζάνη θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. Algirdas Julien Greimas Greimas, Dictionnaire de l'ancien francais jusq'uau milieu du XIVe siècle, εκδ. Larousse, Παρίσι 1969, 374a, λήμμα lose.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.