Λουκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λουκία οι Λουκίες
      γενική της Λουκίας
    αιτιατική τη Λουκία τις Λουκίες
     κλητική Λουκία Λουκίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λουκία < θηλυκό του Λουκάς / (άμεσο δάνειο) λατινική Lucia (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /luˈci.a/

Κύριο όνομα

Λουκία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.