Λοιμικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Λοιμικό | τα | Λοιμικά |
| γενική | του | Λοιμικού | των | Λοιμικών |
| αιτιατική | το | Λοιμικό | τα | Λοιμικά |
| κλητική | Λοιμικό | Λοιμικά | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.miˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λοι‐μι‐κό
Αναφορές
- Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
- ΦΕΚ 188 Α, 19 Αυγούστου 1954
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.