Ελληνικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Ελληνικό | ||
| γενική | του | Ελληνικού | ||
| αιτιατική | το | Ελληνικό | ||
| κλητική | Ελληνικό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ελληνικό < καθαρεύουσα Ἑλληνικόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελληνικός
- (προάστιο Αθήνας) < παρετυμολογία του Λοιμικό (πρώην ονομασία της περιοχής)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.li.niˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ελ‐λη‐νι‐κό
Κύριο όνομα
Ελληνικό ουδέτερο
Συγγενικά
Αναφορές
- Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.