Λιβανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λιβανός | οι | Λιβανοί |
| γενική | του | Λιβανού | των | Λιβανών |
| αιτιατική | τον | Λιβανό | τους | Λιβανούς |
| κλητική | Λιβανέ | Λιβανοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λιβανός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.vaˈ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λι‐βα‐νός
- παρώνυμο: Λιβάνιος
- τονικά παρώνυμα: Λίβανος, λίβανος
-
Σταύρος Λιβανός στη Βικιπαίδεια
(1887/1890 – 1963), Έλληνας εφοπλιστής
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Ливанос
- λατινικοί χαρακτήρες: Livanos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.